- χαλκιεία
- χαλκ-ιεία, ἡ,A = χαλκιαία, supplementary tax on sales, PLond.3.1200 (ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκιεία — ἡ, Α (δ. γρφ.) χαλκιαία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χαλκιαία*] … Dictionary of Greek
χαλκιαίος — αία, ον, θηλ. και χαλκιεία, Α 1. κατασκευασμένος από χαλκό 2. αυτός που κοστίζει όσο ένας χαλκοῡς* 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαλκιαία και χαλκιεία (στην Αίγυπτο) είδος φόρου, πρόσθετος δασμός στις πωλήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ οῦς «νόμισμα από χαλκό» + … Dictionary of Greek